λιπαρός

λιπαρός
λῐπᾰρός (-όν; -ᾶς, -ᾷ, -άν, -ᾶν, -αῖς, -αί; -ῷ)
1 bright, radiant

ἐνέποι κεν Καλλιμάχῳ λιπαρὸν κόσμον Ὀλυμπίᾳ O. 8.82

ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99

Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 4. of cities,

λιπαρὰ Μαραθών O. 13.110

ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι

βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ O. 14.3

τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

ἐν δὲ Νάξῳ λιπαρᾷ P. 4.88

λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ' Ἀθανᾶν N. 4.18

ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστει fr. 204.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιπαρός — oily masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρός — ή, ό (AM λιπαρός, ά, όν) 1. ελαιώδης ή αυτός που γυαλίζει από το λάδι ή το λίπος (α. «λιπαρά μαλλιά» β. «αἰεὶ δὲ λιπαροί κεφαλὰς καὶ καλὰ πρόσωπα», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που περιέχει λίπος, λιπώδης, ελαιώδης, παχύς (α. «λιπαρά φαγητά» β. «λιπαρὸς… …   Dictionary of Greek

  • λιπαρός, -ή — ό 1. εκείνος που περιέχει λίπος: Στις δίαιτες απαγορεύονται τα λιπαρά φαγητά. 2. μτφ., γόνιμος, εύφορος: Στα λιπαρά εδάφη υπάρχουν πολλές καλλιέργειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτερον — λιπαρός oily adverbial comp λιπαρός oily masc acc comp sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτάτων — λιπαρός oily fem gen superl pl λιπαρός oily masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέραις — λιπαρός oily fem dat comp pl λιπαρωτέρᾱͅς , λιπαρός oily fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρωτέρων — λιπαρός oily fem gen comp pl λιπαρός oily masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρόν — λιπαρός oily masc acc sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατα — λιπαρός oily adverbial superl λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαρώτατον — λιπαρός oily masc acc superl sg λιπαρός oily neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”